προαγοραστής

προαγοραστής
προᾰγορ-αστής, οῦ, ,
A forestaller, regrater, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προαγοραστής — forestaller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγοραστής — ο, ΝΑ [προαγοράζω] αυτός που προαγοράζει, που αγοράζει από πριν προϊόν ή εμπόρευμα το οποίο θα τού παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής ημέρας τής συμφωνίας νεοελλ. έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα και έτοιμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”